παραβάζω

παραβάζω
παραβάζω και παραβάνω παράβαλα, παραβάλθηκα, παραβαλμένος, βάζω, τοποθετώ, εισάγω περισσότερο απ' όσο πρέπει: Παράβαλες αλάτι στο φαγητό και δεν τρώγεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραβάζω — και παραβάνω βάζω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όσο πρέπει ή συνηθίζεται ή από όσο είναι δυνατόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”