- παραβάζω
- παραβάζω και παραβάνω παράβαλα, παραβάλθηκα, παραβαλμένος, βάζω, τοποθετώ, εισάγω περισσότερο απ' όσο πρέπει: Παράβαλες αλάτι στο φαγητό και δεν τρώγεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.